- μυριόηχος
- -η, -οαυτός που έχει αναρίθμητους και ποικίλους ήχους («η βουή χιλιόφωνη και μυριόηχη εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις», (Καρκαβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ἦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.